προσπεριεργάζομαι

προσπεριεργάζομαι
ΜΑ
ασχολούμαι με κάτι ακόμη με προσοχή και επιμέλεια
αρχ.
εναντιώνομαι στην πορεία τής φύσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπεριεργάζομαι — busy oneself still further pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργαζόμεθα — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 1st pl προσπεριεργάζομαι busy oneself still further imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργαζόμενοι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργάζεσθαι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργάζεται — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργάζοιτο — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργάζονται — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριεργάσασθαι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”